αφρυγάνιστος

αφρυγάνιστος
η , ο [ος , ον ] неподжаренный (о хлебе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αφρυγάνιστος" в других словарях:

  • αφρυγάνιστος — η, ο (για ψωμί και ξηρούς καρπούς) αυτός που δεν έχει φρυγανιστεί στη φωτιά …   Dictionary of Greek

  • αφρυγάνιστος — η, ο αυτός που δεν είναι φρυγανισμένος: Το ψωμί το ήθελε αφρυγάνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»